- θεοφάντωρ
- θεοφάντωρ, ὁ (Μ)αυτός που αποκαλύπτει τον θεό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -φάντωρ (< φαίνω), πρβλ. εκ-φάντωρ, ουρανο-φάντωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεοφάντωρ — a revealer of God masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφάντορα — θεοφάντωρ a revealer of God masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφάντορας — θεοφάντωρ a revealer of God masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφάντορι — θεοφάντωρ a revealer of God masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοφάντορσιν — θεοφάντωρ a revealer of God masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
боговидьць — БОГОВИДЬЦ|Ь (21), А с. 1.Видевший бога: Помощию х҃вою написашасѩ ст҃ии б҃овидьци ап(с)ли •д҃• еуанг҃листи. ЕвМилят 1215, 160 (запись); ||=в роли эпитета. Постоянный эпитет Моисея, по библейским преданиям, общавшегося с богом и передавшего его… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοφαντορία — θεοφαντορία, ἡ (Μ) [θεοφάντωρ] η θεία εμφάνιση … Dictionary of Greek